μουρμουρητό

μουρμουρητό
το
1. το κελάρυσμα του νερού: Το μουρμουρητό του ποταμού με ηρεμεί.
2. η μουρμούρα, η γκρίνια: Όλη μέρα δε σταματούσε το μουρμουρητό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουρμουρητό — το μουρμούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουρμουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλίζω: ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • κελάρυσμα — το (Α κελάρυσμα) [κελαρύζω] 1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα 2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο τού νερού που αναβλύζει ή τρέχει …   Dictionary of Greek

  • κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… …   Dictionary of Greek

  • μορμύρω — (ΑΜ μορμύρω) (για νερό) ρέω προξενώντας ήχο, ρέω με μουρμουρισμό («ἀφρῷ μορμύροντα ἰδών», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. μσν. (γενικά) μουρμουρίζω αρχ. (για τη θάλασσα) (ενεργ. και μέσ.) προξενώ θόρυβο, παφλάζω («ῥόος ὠκεανοῑο ἀφρῷ μορμύρων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μότο — (I) μουσ. όρος που σημαίνει «με κίνηση» συνδυάζεται συνήθως με όρους τής ρυθμικής αγωγής και προτείνει μια περισσότερο γοργή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moto < ιταλ. moto < λατ. motus «κίνηση» < movēre… …   Dictionary of Greek

  • τρυσμός — ο, ΝΑ [τρύζω] μουρμουρητό, παράπονο νεοελλ. (για πτηνό) τερέτισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”